λευκερυθρος

λευκερυθρος
    λευκέρυθρος
    λευκ-έρῠθρος
    2
    (ῠ) красный с белым или светло-красный, румяный
    

(χροιά Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λευκερυθρος" в других словарях:

  • λευκέρυθρος — η, ο (AM λευκέρυθρος, ον Α και λευκοέρυθρος, ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρυθρός] …   Dictionary of Greek

  • λευκέρυθρον — λευκέρυθρος whitish red masc/fem acc sg λευκέρυθρος whitish red neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκερύθρους — λευκέρυθρος whitish red masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκέρυθροι — λευκέρυθρος whitish red masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκερυθρόχρους — λευκερυθρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) λευκέρυθρος, με χρώμα ασπροκόκκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκέρυθρος + χροῦς«χρώμα» (πρβλ. κυανό χρους, υαλό χρους)] …   Dictionary of Greek

  • λευκερυθροφωσφόρος — λευκερυθροφωσφόρος, ον (Μ) λευκέρυθρος που φωσφορίζει …   Dictionary of Greek

  • λευκοέρυθρος — λευκοέρυθρος, ον (Α) βλ. λευκέρυθρος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»